Definify.com
Definition 2024
συνήγορος
συνήγορος
Greek
Noun
συνήγορος • (synígoros) m, f (plural συνήγοροι)
Declension
declension of συνήγορος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνήγορος | συνήγοροι |
genitive | συνηγόρου | συνηγόρων |
accusative | συνήγορο | συνηγόρους |
vocative | συνήγορε | συνήγοροι |