Definify.com
Definition 2025
συμπολεμίστρια
συμπολεμίστρια
Greek
Noun
συμπολεμίστρια • (sympolemístria) f (plural συμπολεμίστριες, masculine συμπολεμιστής)
Declension
declension of συμπολεμίστρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπολεμίστρια | συμπολεμίστριες |
genitive | συμπολεμίστριας | συμπολεμιστριών |
accusative | συμπολεμίστρια | συμπολεμίστριες |
vocative | συμπολεμίστρια | συμπολεμίστριες |