Definify.com
Definition 2024
συγκόλληση
συγκόλληση
Greek
Noun
συγκόλληση • (synkóllisi) f (plural συγκολλήσεις)
Declension
declension of συγκόλληση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκόλληση | συγκολλήσεις |
genitive | συγκόλλησης / συγκολλήσεως | συγκολλήσεων |
accusative | συγκόλληση | συγκολλήσεις |
vocative | συγκόλληση | συγκολλήσεις |
Related terms
- ηλεκτροσυγκόλληση f (ilektrosynkóllisi, “arcwelding”)
- οξυγονοκόλληση f (oxygonokóllisi, “oxyacetylene welding”)