Definify.com
Definition 2024
συγγένεια
συγγένεια
Greek
Noun
συγγένεια • (syngéneia) f (plural συγγένειες)
- kinship, affinity (related by blood, marriage)
- affinity, similarity (similar in properties or appearance)
Declension
declension of συγγένεια
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | συγγένεια | συγγένειες | |
genitive | συγγένειας | συγγενειών | |
accusative | συγγένεια | συγγένειες | |
vocative | συγγένεια | συγγένειες | |
the form συγγενείας is found |