Definify.com
Definition 2024
στόχος
στόχος
Ancient Greek
Noun
στόχος • (stókhos) m (genitive στόχου); second declension
Inflection
Second declension of στόχος, στόχου
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | ὁ στόχος | τὼ στόχω | οἱ στόχοι |
Genitive | τοῦ στόχου | τοῖν στόχοιν | τῶν στόχων |
Dative | τῷ στόχῳ | τοῖν στόχοιν | τοῖς στόχοις |
Accusative | τὸν στόχον | τὼ στόχω | τοὺς στόχους |
Vocative | στόχε | στόχω | στόχοι |
Related terms
- στοχαστικός (stokhastikós)
- στοχάζομαι (stokházomai)
Descendants
|
References
- στόχος in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στόχος» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- Liddell & Scott, A Greek-English Lexicon