Definify.com
Definition 2024
στυλογράφος
στυλογράφος
Greek
Alternative forms
- στιλογράφος m (stilográfos)
Noun
στυλογράφος • (stylográfos) m (plural στυλογράφοι)
Declension
declension of στυλογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στυλογράφος | στυλογράφοι |
genitive | στυλογράφου | στυλογράφων |
accusative | στυλογράφο | στυλογράφους |
vocative | στυλογράφε | στυλογράφοι |
Synonyms
- στυλό m (styló)
- στυλό διαρκείας m (styló diarkeías, “ballpoint pen”)
- γραφίδα f (grafída, “fountain pen”)