Definify.com

Definition 2025


στροφαλοφόρος_άξονας

στροφαλοφόρος άξονας

Greek

Noun

στροφαλοφόρος άξονας (strofalofóros áxonas) m (plural στροφαλοφόροι άξονες)

  1. (automotive) crankshaft