Definify.com
Definition 2024
στρατσιατέλες
στρατσιατέλες
Greek
Noun
στρατσιατέλες • (stratsiatéles) f
- Nominative plural form of στρατσιατέλα (stratsiatéla).
- Accusative plural form of στρατσιατέλα (stratsiatéla).
- Vocative plural form of στρατσιατέλα (stratsiatéla).