Definify.com
Definition 2024
στρατιά
στρατιά
Greek
Noun
στρατιά • (stratiá) f (plural στρατιές)
- (military) army (especially a very large one)
- οι στρατιές του Χίτλερ απειλούσαν την Ευρώπη.
- oi stratiés tou Chítler apeiloúsan tin Evrópi.
- Hitler's armies threatened Europe.
- ο διοικητής της Πρώτης Στρατιάς ...
- o dioikitís tis Prótis Stratiás ...
- The commanding General of the First Army ...
- οι στρατιές του Χίτλερ απειλούσαν την Ευρώπη.
- (figuratively) army, a large mass people
- Mια στρατιά εργατών ...
- Mia stratiá ergatón ...
- An army of labourers ...
- Mια στρατιά εργατών ...
http://daedalus.umkc.edu/FirstGreekBook/JWW_FGB3.html====Declension====
declension of στρατιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατιά | στρατιές |
genitive | στρατιάς | στρατιών |
accusative | στρατιά | στρατιές |
vocative | στρατιά | στρατιές |
Synonyms
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)