Definify.com
Definition 2024
στρέμματα
στρέμματα
Greek
Noun
στρέμματα • (strémmata) n
- Nominative plural form of στρέμμα (strémma).
- Accusative plural form of στρέμμα (strémma).
- Vocative plural form of στρέμμα (strémma).
στρέμματα • (strémmata) n