Definify.com

Definition 2024


στοιχαδικός

στοιχαδικός

Ancient Greek

Adjective

στοιχᾰδῐκός (stoikhadikós) m (feminine στοιχᾰδῐκή, neuter στοιχᾰδῐκόν); first/second declension

  1. prepared from the plant στοιχάς (stoikhás)
    • Diosc. 5.53

Declension

References