Definify.com
Definition 2024
σταύρωση
σταύρωση
Greek
Noun
σταύρωση • (stávrosi) f (plural σταυρώσεις)
Declension
declension of σταύρωση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταύρωση | σταυρώσεις |
genitive | σταύρωσης / σταυρώσεως | σταυρώσεων |
accusative | σταύρωση | σταυρώσεις |
vocative | σταύρωση | σταυρώσεις |
Related terms
- σταυρώνω (stavróno, “to crucify”)
External links
- σταύρωση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el