Definify.com
Definition 2024
σουρεαλιστικοί
σουρεαλιστικοί
Greek
Adjective
σουρεαλιστικοί • (sourealistikoí)
- Nominative masculine plural form of σουρεαλιστικός (sourealistikós).
- Vocative masculine plural form of σουρεαλιστικός (sourealistikós).