Definify.com
Definition 2024
σκιοφωτισμός
σκιοφωτισμός
Greek
Noun
σκιοφωτισμός • (skiofotismós) f (plural σκιοφωτισμοί)
- (art, photography) chiaroscuro
Declension
declension of σκιοφωτισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκιοφωτισμός | σκιοφωτισμοί |
genitive | σκιοφωτισμού | σκιοφωτισμών |
accusative | σκιοφωτισμό | σκιοφωτισμούς |
vocative | σκιοφωτισμέ | σκιοφωτισμοί |
Synonyms
- φωτοσκίαση f (fotoskíasi)