Definify.com

Definition 2024


σημαντικό

σημαντικό

Greek

Adjective

σημαντικό (simantikó)

  1. Accusative masculine singular form of σημαντικός (simantikós).
  2. Nominative neuter singular form of σημαντικός (simantikós).
  3. Accusative neuter singular form of σημαντικός (simantikós).
  4. Vocative neuter singular form of σημαντικός (simantikós).