Definify.com
Definition 2024
σημαντική
σημαντική
Greek
Adjective
σημαντική • (simantikí)
- Nominative feminine singular form of σημαντικός (simantikós).
- Accusative feminine singular form of σημαντικός (simantikós).
- Vocative feminine singular form of σημαντικός (simantikós).