Definify.com

Definition 2024


σημαντική

σημαντική

Greek

Adjective

σημαντική (simantikí)

  1. Nominative feminine singular form of σημαντικός (simantikós).
  2. Accusative feminine singular form of σημαντικός (simantikós).
  3. Vocative feminine singular form of σημαντικός (simantikós).