Definify.com

Definition 2024


σεξουαλικό

σεξουαλικό

Greek

Adjective

σεξουαλικό (sexoualikó)

  1. Accusative masculine singular form of σεξουαλικός (sexoualikós).
  2. Nominative neuter singular form of σεξουαλικός (sexoualikós).
  3. Accusative neuter singular form of σεξουαλικός (sexoualikós).
  4. Vocative neuter singular form of σεξουαλικός (sexoualikós).