Definify.com
Definition 2024
σαξόφωνο
σαξόφωνο
Greek
Noun
σαξόφωνο • (saxófono) n (plural σαξόφωνα)
Declension
declension of σαξόφωνο
Coordinate terms
- see: ξύλινα πνευστά n pl (xýlina pnefstá, “woodwind”)
External links
- σαξόφωνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el