Definify.com
Definition 2024
σακίδιο
σακίδιο
Greek
Alternative forms
- σακκίδιο n (sakkídio)
Noun
σακίδιο • (sakídio) n (plural σακίδια)
Declension
declension of σακίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σακίδιο | σακίδια |
genitive | σακιδίου | σακιδίων |
accusative | σακίδιο | σακίδια |
vocative | σακίδιο | σακίδια |