Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σαδιστικοί
σαδιστικοί
Greek
Adjective
σαδιστικοί
•
(
sadistikoí
)
Nominative
masculine
plural
form of
σαδιστικός
(
sadistikós
)
.
Vocative
masculine
plural
form of
σαδιστικός
(
sadistikós
)
.
Similar Results