Definify.com

Definition 2024


σήπω

σήπω

Ancient Greek

Verb

σήπω (sḗpō)

  1. (active) I make rotten or putrid
    1. (figuratively) I corrupt, waste
  2. (passive) I rot, moulder
    1. (of tissue) I die

Inflection

Derived terms

  • ἀκροσᾰπής (akrosapḗs)
  • ἀντῐσήπω (antisḗpō)
  • ἀποσήπομαι (aposḗpomai)
  • ἀσᾰπής (asapḗs)
  • ἄσηπτος (ásēptos)
  • δῐᾰσήπω (diasḗpō)
  • δύσσηπτος (dússēptos)
  • ἐκσήπομαι (eksḗpomai)
  • ἐνσήπομαι (ensḗpomai)
  • εὔσηπτος (eúsēptos)
  • ἡμισᾰπής (hēmisapḗs)
  • κᾰτᾰσήπω (katasḗpō)
  • περισήπομαι (perisḗpomai)
  • προσήπω (prosḗpō)
  • σηποποιός (sēpopoiós)
  • σῠσσήπω (sussḗpō)
  • ὑποσήπω (huposḗpō)

Related terms

  • σᾰπρός (saprós)
  • σηπεδών (sēpedṓn)
  • σηπετός (sēpetós)
  • σηπεύω (sēpeúō)
  • σήπη (sḗpē)

References