Definify.com
Definition 2024
ριζοσπαστικοποιούμαι
ριζοσπαστικοποιούμαι
Greek
Verb
ριζοσπαστικοποιούμαι • (rizospastikopoioúmai) (simple past ριζοσπαστικοποιήθηκα, active form ριζοσπαστικοποιώ, passive)
- be radicalised (UK), be radicalized (US)
Conjugation
This verb needs an inflection-table template.