Definify.com
Definition 2024
ρήση
ρήση
Greek
Noun
ρήση • (rísi) f (plural ρήσεις)
Declension
declension of ρήση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ρήση | ρήσεις |
genitive | ρήσης / ρήσεως | ρήσεων |
accusative | ρήση | ρήσεις |
vocative | ρήση | ρήσεις |
Related terms
- αντίρρηση f (antírrisi, “objection”)
See also
- παροιμία f (paroimía, “proverb”)