Definify.com
Definition 2024
πυκνότητα
πυκνότητα
Greek
Noun
πυκνότητα • (pyknótita) f (plural πυκνότητες)
Declension
declension of πυκνότητα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πυκνότητα | πυκνότητες |
genitive | πυκνότητας | πυκνοτήτων |
accusative | πυκνότητα | πυκνότητες |
vocative | πυκνότητα | πυκνότητες |
See also
- σχετική πυκνότητα f (schetikí pyknótita, “relative density”)
- ειδικός βάρος m (eidikós város, “specific gravity”)