Definify.com
Definition 2024
πτυελοδοχείο
πτυελοδοχείο
Greek
Noun
πτυελοδοχείο • (ptyelodocheío) n (plural πτυελοδοχεία)
Declension
declension of πτυελοδοχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πτυελοδοχείο | πτυελοδοχεία |
genitive | πτυελοδοχείου | πτυελοδοχείων |
accusative | πτυελοδοχείο | πτυελοδοχεία |
vocative | πτυελοδοχείο | πτυελοδοχεία |