Definify.com
Definition 2024
πρωταγωνιστής
πρωταγωνιστής
Greek
Noun
πρωταγωνιστής • (protagonistís) m (plural πρωταγωνιστές)
- (drama) protagonist
Declension
declension of πρωταγωνιστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πρωταγωνιστής | πρωταγωνιστές |
genitive | πρωταγωνιστή | πρωταγωνιστών |
accusative | πρωταγωνιστή | πρωταγωνιστές |
vocative | πρωταγωνιστή | πρωταγωνιστές |