Definify.com
Definition 2024
προσθετικός
προσθετικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /prosθetikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /prosθetikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /pɾosθetikós/
Adjective
προσθετικός • (prosthetikós) m (feminine προσθετική, neuter προσθετικόν); first/second declension
- adding, repletive; furthering
- (in astronomy) advancing (of planets)
Inflection
First and second declension of προσθετικός, προσθετική, προσθετικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | προσθετικός | προσθετική | προσθετικόν | προσθετικώ | προσθετικᾱ́ | προσθετικώ | προσθετικοί | προσθετικαί | προσθετικᾰ́ | |||
Genitive | προσθετικοῦ | προσθετικῆς | προσθετικοῦ | προσθετικοῖν | προσθετικαῖν | προσθετικοῖν | προσθετικῶν | προσθετικῶν | προσθετικῶν | |||
Dative | προσθετικῷ | προσθετικῇ | προσθετικῷ | προσθετικοῖν | προσθετικαῖν | προσθετικοῖν | προσθετικοῖς | προσθετικαῖς | προσθετικοῖς | |||
Accusative | προσθετικόν | προσθετικήν | προσθετικόν | προσθετικώ | προσθετικᾱ́ | προσθετικώ | προσθετικούς | προσθετικᾱ́ς | προσθετικᾰ́ | |||
Vocative | προσθετικέ | προσθετική | προσθετικόν | προσθετικώ | προσθετικᾱ́ | προσθετικώ | προσθετικοί | προσθετικαί | προσθετικᾰ́ | |||
References
- προσθετικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «προσθετικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette