Definify.com
Definition 2024
προσέγγιση
προσέγγιση
Greek
Noun
προσέγγιση • (proséngisi) f (plural προσεγγίσεις)
Declension
declension of προσέγγιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προσέγγιση | προσεγγίσεις |
genitive | προσέγγισης / προσεγγίσεως | προσεγγίσεων |
accusative | προσέγγιση | προσεγγίσεις |
vocative | προσέγγιση | προσεγγίσεις |
Derived terms
- κατά προσέγγιση (katá proséngisi, “approximately”)