Definify.com
Definition 2024
προκατάληψη
προκατάληψη
Greek
Noun
προκατάληψη • (prokatálipsi) f (plural προκαταλήψεις)
Declension
declension of προκατάληψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προκατάληψη | προκαταλήψεις |
genitive | προκατάληψης / προκαταλήψεως | προκαταλήψεων |
accusative | προκατάληψη | προκαταλήψεις |
vocative | προκατάληψη | προκαταλήψεις |
External links
- προκατάληψη on the Greek Wikipedia.Wikipedia el