Definify.com
Definition 2024
προβατίνα
προβατίνα
Greek
Noun
προβατίνα • (provatína) f (plural προβατίνες)
Declension
declension of προβατίνα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προβατίνα | προβατίνες |
genitive | προβατίνας | προβατίνων |
accusative | προβατίνα | προβατίνες |
vocative | προβατίνα | προβατίνες |
See also
- κριάρι f (kriári, “ram”)
External links
- Πρόβατο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el