Definify.com
Definition 2024
πριγκίπισσα
πριγκίπισσα
Greek
Noun
πριγκίπισσα • (prinkípissa) f (plural πριγκίπισσες, masculine πρίγκιπας)
- princess (daughter of a monarch)
Declension
declension of πριγκίπισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πριγκίπισσα | πριγκίπισσες |
genitive | πριγκίπισσας | πριγκιπισσών |
accusative | πριγκίπισσα | πριγκίπισσες |
vocative | πριγκίπισσα | πριγκίπισσες |
Synonyms
- βασιλοπούλα f (vasilopoúla, “princess”)
- πριγκιποπούλα f (prinkipopoúla, “little princess”)