Definify.com

Definition 2024


Πράσινους

Πράσινους

Greek

Noun

Πράσινους (Prásinous) m pl

  1. Accusative singular form of Πράσινοι (Prásinoi).

πράσινους

πράσινους

Greek

Adjective

πράσινους (prásinous)

  1. Accusative masculine plural form of πράσινος (prásinos).