Definify.com
Definition 2024
πουλερικό
πουλερικό
Greek
Noun
πουλερικό • (poulerikó) n (plural πουλερικά) (the plural forms are more usual)
Declension
declension of πουλερικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πουλερικό | πουλερικά |
genitive | πουλερικού | πουλερικών |
accusative | πουλερικό | πουλερικά |
vocative | πουλερικό | πουλερικά |
Coordinate terms
- see: κότα f (kóta, “hen, chicken”)