Definify.com

Definition 2024


πορτογαλικοί

πορτογαλικοί

Greek

Adjective

πορτογαλικοί (portogalikoí)

  1. Nominative masculine plural form of πορτογαλικός (portogalikós).
  2. Vocative masculine plural form of πορτογαλικός (portogalikós).