Definify.com
Definition 2024
πολυώνυμο
πολυώνυμο
Greek
Noun
πολυώνυμο • (polyónymo) n (plural πολυώνυμα)
Declension
declension of πολυώνυμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυώνυμο | πολυώνυμα |
genitive | πολυωνύμου | πολυωνύμων |
accusative | πολυώνυμο | πολυώνυμα |
vocative | πολυώνυμο | πολυώνυμα |
External links
- πολυώνυμο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el