Definify.com
Definition 2024
πολυέλαιος
πολυέλαιος
Greek
Noun
πολυέλαιος • (polyélaios) m (plural πολυέλαιοι)
Declension
declension of πολυέλαιος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολυέλαιος | πολυέλαιοι |
genitive | πολυέλαιου / πολυελαίου | πολυέλαιων / πολυελαίων |
accusative | πολυέλαιο | πολυέλαιους / πολυελαίους |
vocative | πολυέλαιε | πολυέλαιοι |
Synonyms
- πολύφωτο n (polýfoto, “small chandelier”)