Definify.com
Definition 2024
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιασμός
Greek
Noun
πολλαπλασιασμός • (pollaplasiasmós) m (plural πολλαπλασιασμοί)
- (mathematics, arithmetic) multiplication
Declension
declension of πολλαπλασιασμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολλαπλασιασμός | πολλαπλασιασμοί |
genitive | πολλαπλασιασμού | πολλαπλασιασμών |
accusative | πολλαπλασιασμό | πολλαπλασιασμούς |
vocative | πολλαπλασιασμέ | πολλαπλασιασμοί |
Related terms
- see: πολλαπλασιάζω (pollaplasiázo, “to multiply”)
Antonyms
- διαίρεση f (diaíresi, “division”)