Definify.com
Definition 2024
πλύσιμο
πλύσιμο
Greek
Noun
πλύσιμο • (plýsimo) n (plural πλυσίματα)
Declension
declension of πλύσιμο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλύσιμο | πλυσίματα |
genitive | πλυσίματος | πλυσιμάτων |
accusative | πλύσιμο | πλυσίματα |
vocative | πλύσιμο | πλυσίματα |