Definify.com
Definition 2024
πισωγλέντης
πισωγλέντης
Greek
Noun
πισωγλέντης • (pisogléntis) m (plural πισωγλέντηδες)
- (offensive, derogatory) faggot, queer, fudgepacker (male homosexual, especially one who practices anal sex)
- Αυτός είναι πισωγλέντης, δεν τον ενδιαφέρουν οι γυναίκες. ― Aftós eínai pisogléntis, den ton endiaféroun oi gynaíkes. ― He's a faggot, women don't interest him.
Declension
declension of πισωγλέντης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πισωγλέντης | πισωγλέντηδες |
genitive | πισωγλέντη | πισωγλέντηδων |
accusative | πισωγλέντη | πισωγλέντηδες |
vocative | πισωγλέντη | πισωγλέντηδες |
Synonyms
- πούστης m (poústis)
- λούγκρα f (loúnkra)