Definify.com
Definition 2024
πιστωτική_κάρτα
πιστωτική κάρτα
Greek
Noun
πιστωτική κάρτα • (pistotikí kárta) f (plural πιστωτικές κάρτες)
Declension
- see: πιστωτικός (pistotikós) and κάρτα (kárta)
Related terms
- χρεωστική κάρτα f (chreostikí kárta, “debit card”)