Definify.com

Definition 2024


πιστωτική_κάρτα

πιστωτική κάρτα

Greek

Noun

πιστωτική κάρτα (pistotikí kárta) f (plural πιστωτικές κάρτες)

  1. credit card

Declension

see: πιστωτικός (pistotikós) and κάρτα (kárta)

Related terms