Definify.com
Definition 2025
περιφρόνηση
περιφρόνηση
Greek
Noun
περιφρόνηση • (perifrónisi) f (plural περιφρονήσεις)
Declension
declension of περιφρόνηση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | περιφρόνηση | περιφρονήσεις |
| genitive | περιφρόνησης / περιφρονήσεως | — |
| accusative | περιφρόνηση | περιφρονήσεις |
| vocative | περιφρόνηση | περιφρονήσεις |