Definify.com
Definition 2025
παρομοίωση
παρομοίωση
Greek
Noun
παρομοίωση • (paromoíosi) f (plural παρομοιώσεις)
Declension
declension of παρομοίωση
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | παρομοίωση | παρομοιώσεις |
| genitive | παρομοίωσης / παρομοιώσεως | παρομοιώσεων |
| accusative | παρομοίωση | παρομοιώσεις |
| vocative | παρομοίωση | παρομοιώσεις |