Definify.com
Definition 2024
παράρτημα
παράρτημα
Greek
Noun
παράρτημα • (parártima) n (plural παραρτήματα)
Declension
declension of παράρτημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράρτημα | παραρτήματα |
genitive | παραρτήματος | παραρτημάτων |
accusative | παράρτημα | παραρτήματα |
vocative | παράρτημα | παραρτήματα |