Definify.com
Definition 2024
παντοπωλείο
παντοπωλείο
Greek
Noun
παντοπωλείο • (pantopoleío) n (plural παντοπωλεία)
Declension
declension of παντοπωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παντοπωλείο | παντοπωλεία |
genitive | παντοπωλείου | παντοπωλείων |
accusative | παντοπωλείο | παντοπωλεία |
vocative | παντοπωλείο | παντοπωλεία |
Synonyms
- μπακάλικο n (bakáliko)
Related terms
- παντοπώλης m (pantopólis, “grocer”)
- παντοπώλισσα f (pantopólissa, “grocer”)