Definify.com

Definition 2024


ουσιαστικοποιήθηκα

ουσιαστικοποιήθηκα

Greek

Verb

ουσιαστικοποιήθηκα (ousiastikopoiíthika)

  1. first-person singular simple past of ουσιαστικοποιούμαι (ousiastikopoioúmai)