Definify.com
Definition 2024
ουδέτερο
ουδέτερο
Greek
Noun
ουδέτερο • (oudétero) n (plural ουδέτερα)
Declension
declension of ουδέτερο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουδέτερο | ουδέτερα |
genitive | ουδετέρου | ουδετέρων |
accusative | ουδέτερο | ουδέτερα |
vocative | ουδέτερο | ουδέτερα |
Adjective
ουδέτερο • (oudétero)
- Accusative masculine singular form of ουδέτερος (oudéteros).
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ουδέτερος (oudéteros).