Definify.com
Definition 2024
ορνιθολόγος
ορνιθολόγος
Greek
Noun
ορνιθολόγος • (ornithológos) m, f (plural ορνιθολόγοι)
Declension
declension of ορνιθολόγος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ορνιθολόγος | ορνιθολόγοι |
genitive | ορνιθολόγου | ορνιθολόγων |
accusative | ορνιθολόγο | ορνιθολόγους |
vocative | ορνιθολόγε | ορνιθολόγοι |
Related terms
- ορνιθολογία f (ornithología, “ornithology”)
- όρνιθα f (órnitha, “hen, fowl”)
See also
- παρατηρητής πουλιών m (paratiritís poulión, “birdwatcher, birder”)
- παρατηρητήρια πουλιών f (paratiritíria poulión, “birdwatcher, birder”)