Definify.com
Definition 2024
ορμή
ορμή
See also: ὁρμή
Greek
Noun
ορμή • (ormí) f (plural ορμές)
- momentum, impetus, force
- (physics) momentum
- (psychology) urge
- (colloquial, in the plural) libido
- Δεν έχει ορμές, είναι σεξουαλικά ανίκανος.
- He lacks urges, he is impotent.
- Δεν έχει ορμές, είναι σεξουαλικά ανίκανος.
Declension
declension of ορμή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ορμή | ορμές |
genitive | ορμής | ορμών |
accusative | ορμή | ορμές |
vocative | ορμή | ορμές |