Definify.com
Definition 2024
οργανισμός
οργανισμός
Greek
Noun
οργανισμός • (organismós) m (plural οργανισμοί)
- (biology) organism (living thing)
- Κάθε ζωντανός οργανισμός αλληλεπιδρά με άλλους οργανισμούς.
- Káthe zontanós organismós allilepidrá me állous organismoús.
- Every living thing interacts with other organisms.
- Κάθε ζωντανός οργανισμός αλληλεπιδρά με άλλους οργανισμούς.
- organisation (UK), organization (US), board
- Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού ― Ellinikós Organismós Tourismoú ― Greek tourist board
Declension
declension of οργανισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | οργανισμός | οργανισμοί |
genitive | οργανισμού | οργανισμών |
accusative | οργανισμό | οργανισμούς |
vocative | οργανισμέ | οργανισμοί |
Related terms
- κράση f (krási, “constitution, analysis”)
External links
- οργανισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el