Definify.com
Definition 2024
ολομέλεια
ολομέλεια
Greek
Noun
ολομέλεια • (oloméleia) f (plural ολομέλειες)
Declension
declension of ολομέλεια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ολομέλεια | ολομέλειες |
genitive | ολομέλειας | ολομελειών |
accusative | ολομέλεια | ολομέλειες |
vocative | ολομέλεια | ολομέλειες |
Related terms
- ολομελής (olomelís, “plenary”)